-
1 ναυτικός
[нафтикос] επ. / ουσ. а. морской.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ναυτικός
-
2 морской
επ.1. θαλάσσιος, θαλασσινός•-ая вода θαλασσινό νερό•
морской климат θαλάσσιο κλίμα•
-ое путешествие θαλασσινό ταξίδι•
морской бой η ναυμαχία•
-йе животные θαλάσσια ζώα•
-ая рыба θαλασσινό ψάρι•
-ое дно ο βυθός της θάλασσας•
-ое купанье θαλάσσιο λουτρό•
порт θαλασσινό λιμάνι.
2. ναυτικός, θαλασσινός•морской флот ναυτικός στόλος•
-ая пехота οι πεζοναύτες•
морской офицер αξιωματικός ναυτικού•
-ая милия ναυτικό μίλίο•
-ая карта ο ναυτικός χάρτης•
-ое сражение ναυμαχία•
разбойник πειρατής, κουρσάρος•
-ое право ναυτικό δίκαιο•
-ая держава ναυτική δύναμη (κράτος)•
-ое училище ναυτική σχολή.
εκφρ.- ая болезнь – ναυτία, -ση•- ая игла – η βελόνα, σακκοράφα, σύγγναθος (ψάρι)•- ая собака – το σκυλόψαρο•морской волк – θαλασσόλυκος (ναυτικός έμπειρος και ατρόμητος)•- ая корова – αλικόρη, θαλασσινή αγελάδα, δουγκόνγκ•- ая змея – θαλασσινό φίδι•морской слон – θαλασσινός ελέφαντας•морской язык – γλώσσα η κοινή (ψάρι)•морской лев – διάφορα είδη φωκιών•на дне -ом найти (сыскать); со дна -го достать – να βρεθεί όπου και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας. -
3 моряк
-
4 флотский
επ.1. ναυτικός, του ναυτικού, του στόλου•-ие нравы ναυτικά έθιμα•
флотский капитан• καπετάνιος στα πλοία•
флотский экипаж το πλήρωμα του στόλου.
2. ουσ. ο ναυτικός. -
5 бакан
мор. о (τηλαυγής) ναυτικός φάρος, ο σημαντήρας, ο πλωτήρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бакан
-
6 морской
1. (относящийся к морю) θαλάσσι/ος, θαλασσινός 2. (связанный с мореплаванием) ναυτιλιακός, ναυτικόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > морской
-
7 моряк
ο ναυτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > моряк
-
8 подводник
1. (моряк, служащий в подводном флоте) о ναυτικός του υποβρυχίου 2. (специалист по подводным, водолазным работам) о ειδικός υποβρυχίων εργασιών, ο δύτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подводник
-
9 секстант, секстан
1. (ав., астр., геод.) о εξάντας, το εκτοκύκλιο 2. (созвездие) о (αστερισμός) Εξάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > секстант, секстан
-
10 турбина
ο στρόβιλοςразг. η τουρμπίνα (ξεν.)- δράσηςводяная - см. гидравлическая -радиально-осевая - ο υδα-τοστρόβιλος τύπου Φράνσις (Fransis), ουδατοστρόβιλος με ακτινική και αξονικήροήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > турбина
-
11 узел /
1. маш. το τμήμαη μονάδα, το συγκρότημα· * комплектующие - лы - τα από τα οποία αποτελείται ένα σύστημα ή το σύνολο μιας μηχανής2. (затянутая петля, место где связаны концы чего-л.) оκόμποςморской - (способ завязывания каната) ναυτικός - (τρόπος δέσεως σχοινιών)З. физ. о κόμβος4. (дорог, путей, рек ит.п.) о κόμβος, το σημείο διασταύρωσης(δρόμωνοδώνποταμών κ.λπ.)5. (сборочный) η υπομονάδα,το στοιχείοсварной - το ηλεκτρο(συγ)κολ-λημένο στοιχείο/σημείο6. (совокупностьсооружений, механизмов и т.п., расположенных в одном месте и связанных междусобой общностью назначения) το συγκρότημα 7. анат. το γάγγλι/οлимфатические-лы τα λεμφογάγγλια, ο λεμφαδένας8. бот. о ρόζος. II.(мера скорости судна, исчисляемая числом морских миль, пройденных в час) о κόμβος (1.852,2 χιλιόμετρα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узел /
-
12 флот
ο στόλοςτο ναυτικό военно-морской - πολεμικός ναυτικός -воздушный - αεροπορικός -, η αεροπορίαморской - ο στόλος, το ναυτικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > флот
-
13 циркуль
I.(инструмент) о διαβήτης(морской) ναυτικός -, το κο(υ)μπάσοII.астр. о Διαβήτης (αστερισμός).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > циркуль
-
14 штык
1.(земли) η φτυαριά 2. мор. (особый узел) о ναυτικός κόμπος 3. (винтовки, автомата) η λόγχη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штык
-
15 карта
карт||аж1. ὁ χάρτης:географическая \карта ὁ γεωγραφικός χάρτης· морская \карта ὁ ναυτικός χάρτης· \карта звездного неба ὁ οὐράνιος χάρτης· \карта полушарий ὁ χάρτης τῶν δύο ἡμισφαιρίων2. (игральная) τό τραπουλοχαρτο[ν], τό παιγνιόχαρτο[ν]:колода карт ἡ τράπουλα· тасовать \картаы ἀνακατεύω τά χαρτιά· сдавать \картаы μοιράζω χαρτιά· играть в \картаы παίζω χαρτιά· гадать на \картаах μαντεύω στά χαρτιά· ◊ спутать чьй-л, \картаы χαλνῶ τά σχέδια κάποιου· ставить все на \картау τά παίζω ὅλα γιά ὅλά раскрыть свой \картаы φανερώνω τίς προθέσεις μου. -
16 матрос
матросм ὁ ναύτης, ὁ ναυτικός. -
17 матросский
матросскийприл ναυτικός. -
18 морской
морск||ойприл θαλάσσιος, θαλασσινός/ ναυτιλιακός, ναυτικός (связанный с мореплаванием):\морской климат τό θαλάσσιο κλίμα· \морскойая вода́ τό θαλασσινό νερό· \морскойи́е ванны τά θαλασσινά λουτρά· \морскойое дно ὁ βυθός τῆς θάλασσας· \морской бриз ὁ μπάτης· \морской путь ὁ θαλάσσιος δρόμος· \морскойо́е путешествие ἡ θαλασσοπορία· \морской берег ἡ παραλία, ἡ ἀκτή, ἡ ἀκρογιαλιἄ \морской порт τό λιμάνι· \морской флот ὁ στόλος, τό ναυτικό· \морской бой ἡ ναυμαχία· \морскойая пехота οἱ πεζοναύτες· \морской офицер ὁ ἀξιωματικός τοῦ ναυτικοῦ· \морскойое училище ἡ ναυτική σχολή, ἡ σχολή τῶν δοκίμων \морскойо́е министерство τό ὑπουργεῖον τῶν ναυτικών \морскойа́я игла зоол. ἡ κατουρλίδα, ἡ σακορ-ράφα· \морскойая свинка зоол. ὁ χοιρόγρυλλος, τό ἰνδικόν χοιρίδιον \морской еж зоол. ὁ ἐχϊ-νος, ὁ ἀχινός· \морскойа́я звезда́ зоол. ὁ ἀστερίας, ὁ σταυρός τής θάλασσας· \морской бинокль ἡ ναυτική διόπτρα· ◊ \морскойая болезнь ἡ ναυτία· \морской волк разг ὁ θαλασσόλυκος. -
19 моряк
морякм ὁ ναυτικός, ὁ ναύτης, ὁ θαλασσινός. -
20 подводник
подводн||икм ὁ ναυτικός ὑποβρυχίου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ναυτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… … Dictionary of Greek
ναυτικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ναύτη ή το ναυτικό: Ναυτικός λαός. – Ναυτικό δίκαιο. – Ναυτική τέχνη. ο αυτός που έχει ως επάγγελμά του να υπηρετεί σε πλοίο: Ο πατέρας μου είναι ναυτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Παληός, Αντώνιος — Ναυτικός, ιδιοκτήτης ιστιοφόρου και αργότερα εφοπλιστής. Ο Π. ήταν ο ιδρυτής της Ανώνυμης ελληνικής εταιρείας θαλασσίων επιχειρήσεων, γνωστής κυρίως ως Εταιρείας Παληού. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στα ναυτιλιακά χρονικά της Ελλάδας. Ο μεγάλος αυτός… … Dictionary of Greek
ναυτικωτάτων — ναυτικός of fem gen superl pl ναυτικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτικωτέρων — ναυτικός of fem gen comp pl ναυτικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτικώτατον — ναυτικός of masc acc superl sg ναυτικός of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σόρβολος, Αθανάσιος — Ναυτικός από την Κρήτη. Έζησε τον 15o αι. και μπήκε στην υπηρεσία των Βενετών. Έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο ο Καραβίτης εξαιτίας μιας τολμηρής πρωτοβουλίας του στη διάρκεια του πόλεμου της Βενετίας εναντίον του δούκα του Μιλάνου. Στην… … Dictionary of Greek
Ψαρός, Αντώνιος — Ναυτικός που καταγόταν από τη Μύκονο. Διετέλεσε πλοηγός του ρωσικού στόλου στις ελληνικές θάλασσες στον πρώτο ρωσοτουρκικό πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου οι Ρώσοι κατέλαβαν τις Κυκλάδες (1770 74). Στις αρχές του 1771 ο Ψ., μετά από αίτηση των… … Dictionary of Greek
ναυτικαῖς — ναυτικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτικαῖσιν — ναυτικός of fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)